- πασιμεδέουσα
- πᾱσῐ-μεδέουσα, ἡ,A ruling over all, of Hecate, PMag.Par.1.2775.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασιμεδέουσα — ruling over all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασιμεδέουσα — ἡ, Α η βασίλισσα τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + μεδέουσα, θηλ. μτχ. τού μέδω «κυβερνώ, διοικώ»] … Dictionary of Greek